έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
готово — (9) нар. С готовностью, охотно: рабы же ѿ господии ѿбѣгающе. готово приимати. (ἑτοίμως) КЕ XII, 262б; [сторонники ереси] і рабы оɤчать ѿходи ѿ г҃ии своіхъ и готово таковы˫а приемлють. КР 1284, 70в; болѣзни же и стр(с)ти добрѣ весьма держати,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
EPICURUS — Atheniensis, Philosophus Celebris. sil. Neoclis ex Cherecrata, Gargetto oriundus, ex familia Philaidarum, eius sectae auctor, quae ab ea Epicurea, nominata est, Olympiadis 109. anno tertio, septennio post Platonis excessum. Obiit autem ex urinae… … Hofmann J. Lexicon universale
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
εμφανίζω — (AM ἐμφανίζω) φανερώνω, δείχνω, παρουσιάζω μσν. αρχ. εξηγώ («τὰς ἀποδείξεις ἑτοίμως ἐμφανίζειν», Αριστοτ.) αρχ. 1. παριστάνω ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ως («ἐμφανίζει οὐκ οὖσαν ἀγαθὸν τὴν ἡδονήν», Αριστοτ.) 2. καθιστώ κάτι φανερό, πρόδηλο… … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… … Dictionary of Greek
παντετοίμως — Α επίρρ. αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἑτοίμως «πρόθυμα, γρήγορα»] … Dictionary of Greek
παρακειμένως — Α επίρρ. 1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.) 2: μετά από αυτά, έπειτα 3. με όμοιο τρόπο, ομοίως 4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ τού προχείρου («ἵνα ἑτοίμως… … Dictionary of Greek
συνεξορμώ — άω, ΜΑ (ενεργ. και μέσ.) εξέρχομαι με ορμή μαζί με κάποιον, εφορμώ μαζί με κάποιον («τῶν Ἰβήρων ἑτοίμως καὶ προθύμως συνεξορμώντων», Πολ.) αρχ. 1. παρορμώ, προτρέπω κάποιον μαζί ή ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο («συνεξορμᾱν τὰ ζῷα πρὸς τοὺς… … Dictionary of Greek